- γυμνασιακός
- -ή, -όο σχετικός με το γυμνάσιο: Τα γυμνασιακά χρόνια μού έμειναν αξέχαστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυμνασιακός — ή, ό ο σχετικός με το γυμνάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάσιο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ηλία Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek